Ευωχία και μυστήριο στο 1ο Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου Σκιών
«Σαν να έμπαινα σε μια μεγάλη σπηλιά του χρόνου, ο κόσμος του Καραγκιόζη ανοιγόταν μπροστά μου και με κατάπινε σε μια δίνη – σχεδόν ψευδαισθητική – σε αυτό το ανοικτό ορυχείο της μνήμης.
Παραδόξως ή όχι βρισκόμουν στην οδό Αναξαγόρα. Είχα φτάσει για να μεταλάβω από αυτό το τριήμερο εγχείρημα που με τον παιγνιώδη τίτλο «Πού πας βρε Καραγκιόζη;» με κέντριζε, και με νάρκωνε, με καλούσε, και με πείραζε. Οι επιγραφές από το Ρομάντσο, το Πάνθεον και τη Βεντέτα, σε αυτό το κτίριο των παλιών περιοδικών, κρέμονταν παράλληλα η μια πάνω στην άλλη σαν μαρκίζες ενός θεάτρου της πόλης. Ημουν στην Αθήνα, σε μια πατρίδα μέσα στην πατρίδα…
Η μικρή πατρίδα του Καραγκιόζη φώτιζε από μέσα σε διάφορα επίπεδα και μέσα από τους δαιδάλους με τα παλιά μωσαϊκά ξανοιγόμουν σε ένα κυνήγι θησαυρού. Μόνο που αυτό που έβλεπα σαν μέσα από γάζες ονείρου ήταν ο κραδασμός μιας ζωντανής κοινότητας. Είχα μπει σε ένα στρόβιλο. Πάνω – κάτω μέσα στα σωθικά του Ρομάντσου είχε στηθεί αυτή η μηχανή της παράλληλης θέασης του κόσμου.
Ακουσα ποδοβολητά στις σκάλες, τα παιδιά συμμετείχαν σε μια εκπαιδευτική δράση. Είχα δίπλα μου την Ίριδα Κρητικού, ξεναγός μου εκείνη την ώρα και γεννήτορας βιωμάτων… ακολουθούσα σχεδόν υπνωτισμένος ανάμεσα στα έργα των εικαστικών, ζωγραφική, ύφασμα, κατασκευές… η μεγάλη εγκατάσταση- χάρτης του Ιάσωνα Καραΐνδρου, η παράσταση του Χρήστου Στανίση, το εργαστήρι-σπίτι του Σπύρου Αγγελόπουλου, ένας κόσμος εφευρημένος από την αρχή, οι νέοι και οι παλαιοί, οι γενιές όλες… Ο Καραγκιόζης ήταν εκείνη τη στιγμή όχι μόνο ένας κόσμος, ένα θέατρο σκιών, μια αναμόχλευση μιας βαθύτατης μνήμης αλλά κι ένας τρόπος να νιώσει κανείς μέτοχος μιας κοινωνίας. Ενιωθα κομμάτι μιας σχεδίας, πλοηγός και ναυαγός, ισορροπούσαμε όλοι σε μπουνάτσα και φουρτούνα.
Αναρωτιόμουν γιατί είχα αυτήν την αίσθηση της χειρώνακτης κατασκευής τόσο έντονα σαν γεύση από κεράσια του Ιουνίου, ματωμένα χείλια που χαμογελούσαν. Ενιωθα το χαρτί, την κόλλα και το ψαλίδι, αισθήσεις σχεδόν σωματοποιημένες, και μαζί, και ίσως ακόμη πιο πολύ, το ύφασμα, το πανί, την κλωστή και την τσόχα. Γήινες και σάρκινες αισθήσεις.
Το ντεφιλέ, άκουσα, πως ήταν μια σχεδόν διονυσιακή γιορτή, έκσταση ελευθερίας στη γιορτή του Καραγκιόζη, μια Ελλάδα ατελεύτητη και μια πηγή χαράς, σαν θερμό ύδωρ δίπλα στα κρίνα της άμμου. Εχω στο μυαλό τα τύμπανα, τα κρουστά της φαντασίας, τους ζουρνάδες, την τραχιά υφή των υφασμάτων, το απαλό μετάξι…
Αυτό το 1ο Φεστιβάλ μας έδειξε ένα δρόμο, οργάνωσε κι ένα τρόπο. Ο Γιάννης Σπανούδης, που γνώρισα εκείνη τη μέρα της περιήγησής μου, μου φάνηκε σαν η προσωποποίηση της καλής θέλησης, της ευγένειας, της καλωσύνης, του συμπυκνωτή καλών προθέσεων. Αλλωστε ο «Καραγκιόζης» είχε φέρει κοντά δημιουργικούς ανθρώπους, είχε φτιάξει το μείγμα.
Πίναμε ζεστό καφέ με την Ιριδα – που είχε επιμεληθεί ένα μικρό – μεγάλο θαύμα – και δοκίμαζα από μια ολόφρεσκη τούρτα στους ξύλινους πάγκους του «Ρομάντσου» και σαν από παραίσθηση φάνταζαν και πρόβαλαν οι σκιές του Καραγκιόζη. Ηταν μια συμφιλίωση του παλιού και του νέου, ήταν ένας θρίαμβος του ηρωικού πάνω στο κίβδηλο. Ημασταν όλοι πάνω στο καράβι και η θάλασσα ήταν πλατειά και μαζί όλοι ατενίζαμε ένα ορίζοντα που χρύσιζε στο βάθος…
Να επιστρέψουμε, να μην αφήσουμε το νήμα. Θα επιστρέψουμε, το κέντημα και το μαστόρεμα έχει αρχίσει… »
Νίκος Βατόπουλος